- επανάγω
- (AM ἐπανάγω) [άγω]φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία)νεοελλ.ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλωαρχ.Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν», Ηρόδ.)2. ανυψώνω3. οδηγώ σε ανοιχτό μέρος («πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν», Πλάτ.)3. σέρνω προς τα πίσω («ἐπεζήτησε τὸν ἄνθρωπο καὶ συλλαβοῡσ' ἐπανήγαγεν ὡς ἡμᾱς», Ξεν.)4. αποκαθιστώ5. παρουσιάζω σε κάποιον ξανά μια υπόθεση για να αποφασίσει («ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, Αριστοτ.)6. αναφέρω με ευγνωμοσύνη, ευγνωμονώ7. αποσύρομαι, υποχωρώ8. επιστρέφω, ξαναγυρίζω σε κάτι9. απομακρύνομαι από την ξηρά προς τη θάλασσαΙΙ. μέσ. ἐπανάγομαι1. ανοίγομαι στο πέλαγος εναντίον κάποιου («ἐπανήχθησαν ἐπὶ τὴν Χίον», Ξεν.)2. διαπλέω ποταμό3. αναρρωνύω, ξαναβρίσκω την υγεία μου, αποκτώ και πάλι τις δυνάμεις μου4. φρ. «ἐπανάγω ἐπί τι» — συνεπάγομαι, οδηγώ σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.